ὑδροφόβου

ὑδροφόβου
ὑδρόφοβος
having a horror of water
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροφοβία — (Ιατρ.). Νοσηρή απέχθεια για το νερό και γενικά για τα υγρά, που παρατηρείται σε ορισμένες παθήσεις όπως υστερία, υποχονδρία, μηνιγγίτιδα, κ.ά. Η υ. είναι ένα από τα συμπτώματα της λύσσας που παρατηρείται μόνο στον άνθρωπο και οφείλεται σε σπασμό …   Dictionary of Greek

  • αδιάβροχο — Όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στον τομέα του ρουχισμού για να υποδηλώσει τα ενδύματα που έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα να μην αφήνουν το νερό να τα διαπεράσει, ιδιότητα για την οποία χρησιμοποιούνται τις βροχερές ή υγρές ημέρες. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”